επικλώ

επικλώ
ἐπικλῶ, -άω (AM)
παθ. ἐπικλῶμαι, -άομαι
συγκινούμαι, κάμπτομαι, λυγίζω («καὶ μὴ παλαιὰς ἀρετάς... ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε», Θουκ.)
μσν.
παθ. μοιράζομαι, μερίζομαι
αρχ.
1. λυγίζω, κάμπτω, στρέφω
2. (για πρόσ.) φρ. «ἐπικλῶμαί τι» — έχω κάτι λυγισμένο («ἄνδρα, διασεσαλευμένον τὸ βάδισμα, ἐπικεκλασμένον τὸν αὐχένα», Λουκιαν.)
3. μτφ. ταράζω, φοβίζω, κλονίζω («τούτων οὐδὲν ἐπέκλασε τὸν Ὄθωνα», Πλούτ.)
4. συγκινώ, προκαλώ τον οίκτο
5. μέσ. σπάζω, συντρίβομαι («τὸν ἦχον τοῡ ὕδατος ἐπικλωμένου», Λουκιαν.)
6. φρ. «ἐπικλῶμαι τῇ γνώμῃ»
α) χάνω το θάρρος μου
β) αποβάλλω την αυστηρότητα, μαλακώνω, κάμπτομαι
7. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπικλασθῆναι
συμπαθῆσαι, ἐλεῆσαι»
8. φρ. «τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν» — η εκθηλυμένη μουσική (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλω «κλαίω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… …   Dictionary of Greek

  • συνεπικλώ — άω, Α μτφ. κλονίζω ταυτόχρονα («τῆς αἰσθήσεως συνεπικλώσης τὴν διάνοιαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικλῶ «κάμπτω, κλονίζω, συντρίβω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”